- μασταρύζω
- μασταρύζωmumblepres subj act 1st sgμασταρύζωmumblepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
μασταρύζει — μασταρύζω mumble pres ind mp 2nd sg μασταρύζω mumble pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασταρύζειν — μασταρύζω mumble pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασταρίζειν — (Α) βλ. μασταρύζω … Dictionary of Greek
μαστηρύζειν — (Α) βλ. μασταρύζω … Dictionary of Greek